- επιπέλομαι
- ἐπιπέλομαι (Α) [πελομαι]1. επέρχομαι, προσβάλλω, επιτίθεμαι («τά τ’ ἐπ’ ἀνθρώποισι πέλονται», Ομ. Οδ.)2. ενσκήπτω («οὐδέ τις ἄλλη νοῡσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται... βροτοῑσι», Ομ. Οδ.)3. ποιητ. τ. τής μτχ. αορ. β’, ἐπιπλόμενοςα) ο επερχόμενος, αυτός που πλησιάζει, κυρίως για έτος, ενιαυτό (α. «ἀλλ’ ὅτε δὴ ὀγδόατόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθε», Ομ. Οδ.β. «ἐπιπλομένων ἐνιαυτῶν», Ησίοδ.)β) (με εχθρική σημασία) αυτός που προσβάλλει, που επιτίθεταιγ) (και για νέφος) («ἰὼ σκότου νέφος... ἐπιπλόμενον ἄφατον», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.